Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ ἐμφανές

См. также в других словарях:

  • ἐμφανές — ἐμφανής showing in masc/fem voc sg ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφανες — ἐμφαίνω exhibit aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐμφανές — ἐμφανές , ἐμφανής showing in masc/fem voc sg ἐμφανές , ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔμφανες — ἔμφανες , ἐμφαίνω exhibit aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • εμφάνεια — η (AM ἐμφάνεια, Μ και ἐμφανία) η ιδιότητα τού εμφανούς, το να είναι κάτι εμφανές αρχ. μσν. 1. εμφάνιση, φανέρωση 2. εμφάνιση, μορφή μσν. 1. απόδειξη 2. (νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση 3. «ἐμφάνεια θεοῡ πρὸς ἀνθρώπους» (Θεόδοτ.) η θεοφάνεια, η… …   Dictionary of Greek

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

  • εμφαντικός — ή, ό (Α ἐμφαντικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής 2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος αρχ. 1. δηλωτικός, ενδεικτικός 2. εκφραστικός. επίρρ... εμφαντικώς, ά με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • ενοικιαστήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στην ενοικίαση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενοικιαστήριο α) συμβόλαιο ή συμφωνητικό μισθώσεως β) έγγραφη αγγελία σε εφημερίδα ή σε εμφανές σημείο τού ακινήτου με την οποία ανακοινώνεται η ύπαρξη διαθέσιμου ακινήτου για… …   Dictionary of Greek

  • εξαναφαίνω — ἐξαναφαίνω (Α) εμφανίζω κάτι εντελώς, τό καθιστώ εμφανές, ολοφάνερο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»